- συμπραγός
- -ή, -ό, Νδίδυμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αμάρτυρο *συμπραγής < συμπράττω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυμπραγός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 72 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κολυμβαρίου. * * * ή, ό (Μ ζυμπραγός, ή, όν και ζιπραγός, ή, όν και τζημπαγός, ή, όν) δίδυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπραγός <… … Dictionary of Greek